Τομ-τομ

Tom-tom (Αγγλική)

  1. Μουσικό μέσο
  2. Tom drum (Αγγλική)
  3. Ελληνική
    • Τα τομ είναι μικρά τύμπανα που έχουν τις ρίζες τους στη Νοτιοαμερικανική και Ασιατική κουλτούρα. Εισήχθηκαν για πρώτη φορά στο σετ των ντραμς στα τέλη του 20ου αιώνα.

      A tom drum (also known as a tom-tom) is a cylindrical drum with no snares, named from the Anglo-Indian and Sinhala language. It was added to the drum kit in the early part of the 20th century. Most toms range in size between 6 and 20 inches (15 and 51 cm) in diameter, though floor toms can go as large as 24 inches (61 cm).

      wikipedia/gr, wikipedia/en
  4. central