Kurtág, György [Αφιέρωση σε]. Konzert für Flöte, Kontrabass und Orchester (1997/98)

  1. Έκφραση (αυτοτελές έργο)
  2. 11 Ιανουαρίου 1998
  3. 13 Φεβρουαρίου 1998
  4. Φλάουτο - Αριθμός εκτελεστών: 1 | Κοντραμπάσο - Αριθμός εκτελεστών: 1 | Διευθυντής ορχήστρας - Αριθμός εκτελεστών: 1 | Συμφωνική ορχήστρα
    • Ι.Satz (ca.5'), II.Satz (ca.15'), III.Satz (ca.5')
  5. Ορχηστρική μουσική
  6. Κοντσέρτο
    • Το έναυσμα για την γραφή του κοντσέρτου, δόθηκε στις αρχές του 1997, όταν ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Αγραφιώτης, ανέθεσε στον Αντώνη Ανισέγκο την σύνθεση ενός διπλού κοντσέρτου για φλάουτο, πιάνο και ορχήστρα. Ο συνθέτης όμως, ακολουθώντας την προτίμησή του σε ασυνήθιστους συνδυασμούς οργάνων, αντικατέστησε το πιάνο με το κοντραμπάσο.
      Λίγο μετά την ολοκλήρωση του έργου, ο συνθέτης αφιέρωσε το πρώτο μέρος του κοντσέρτου στον György Kurtag, όταν ανακάλυψε ένα τρίο του για φλάουτο, κοντραμπάσο και πιάνο. Το έργο αποτελείται από τρία μέρη, εκ των οποίων μόνο το δεύτερο (και κύριο) απαιτεί τη συνολική συμμετοχή των εκτελεστών της ορχήστρας. Στο πρώτο μέρος (Οκτώβριος/Νοέμβριος ’97) απουσιάζουν τα ξύλινα πνευστά, καθώς και τα έγχορδα της ορχήστρας, με εξαίρεση ένα βιολί και ένα κόντρα φαγκότο, που συμβολίζουν αντιθετικά τους πόλους των δύο πρωταγωνιστικών οργάνων.
      Σύμφωνα με τον συνθέτη : “(…) η ιδέα αυτού του μέρους βασίζεται σε έναν εφιάλτη, που επίμονα με επισκεπτόταν στην παιδική μου ηλικία, καθώς και μέχρι πριν μερικά χρόνια. Στη κορύφωση αυτού του εφιάλτη βρισκόμουν πάντα παγιδευμένος -με τη μορφή ενός ακίνητου σημείου- σε ένα χώρο που τον αποτελούσαν ευθείες γραμμές. Οι γραμμές αυτές κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα και συνοδεύονταν από εκκωφαντικές φωνές και παράξενους ήχους, σχηματίζοντας ένα πυκνό, χαοτικό και απειλητικό δίκτυο. Η κατάσταση αυτή επιδεινωνόταν με την εμφάνιση μιας αιθέριας, ψιθυριστής φωνής, η οποία στην προσπάθειά της να με καθησυχάσει μου προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ανασφάλεια. Ο εφιάλτης αυτός κατέληγε συχνά σε μία δυσάρεστη –για το περιβάλλον μου- εκφώνηση μιας ξαφνικής και ισχυρής κραυγής (…)”.
      Τα νυχτερινά αυτά “βιώματα”, αποδίδονται στο έργο με την επανειλημμένη επιχείρηση της εισόδου των δύο πρωταγωνιστικών οργάνων στο θυελλώδες μουσικό περιβάλλον που δημιουργεί η ορχήστρα και το οποίο αγνοεί την παρουσία των δύο φωνών, μέχρι που χάνεται τελικά από τον ορίζοντα, αφήνοντας το φλάουτο και το κοντραμπάσο να δημιουργήσουν μόνα τους πλέον ένα ανάλογο μουσικό περιβάλλον με αυτό της ορχήστρας, αναπτύσσοντας τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας.
      Ο διάλογός τους διακόπτεται στην κορύφωσή του από την ξαφνική έναρξη του δεύτερου μέρους, το οποίο παρουσιάζει μάλλον δύο τυχαίους πρωταγωνιστές παρά “ήρωες” και “ηρωισμούς” όπως συμβαίνει στην κλασική μουσική φιλολογία, και συμβολίζει την πορεία της ανθρώπινης ζωής (Φεβρουάριος/Μάρτιος ’98).
      Το πρώτο από τα 41 αποσπάσματα του δεύτερου μέρους διαρκεί 41 δευτερόλεπτα και κάθε ένα από τα επόμενα διαρκεί κατά ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Στην αρχή κάθε αποσπάσματος, ο μαέστρος χτυπά δυνατά ένα κρουστό όργανο. Το φλάουτο και το κοντραμπάσο, λειτουργούν μέσα στο μουσικό περιβάλλον, με την χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός κοινωνικού όντος: προσαρμογή, έκφραση, τάση απόδρασης και αποδοχής, πληρότητα, ανασφάλεια.
      Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, πέρα από τους δύο σολίστ, συμμετέχουν τα δύο φλάουτα και τα τέσσερα κοντραμπάσα της ορχήστρας. Ο συνθέτης χρησιμοποιώντας περιττούς αριθμούς για το μουσικό υλικό και τη φόρμα, αναπτύσσει μια τεχνική “delay - καθυστέρησης”, όπου οι μουσικοί της ορχήστρας περιορίζονται στην “κατά νότα” επανάληψη του κειμένου των πρωταγωνιστών με βαθμιαία καθυστέρηση.

  7. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη και Ιδρυματικό Αποθετήριο του πανεπιστημίου Μακεδονίας
  8. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας